- Βαν, λίμνη
- (Van). Αλμυρή λίμνη (3.760 τ.χλμ.) της ανατολικής Τουρκίας, στα εδάφη της Αρμενίας, 100 χλμ. ΝΔ του ηφαιστειακού συστήματος του όρους Αραράτ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.720 μ. και έχει βάθος το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 70 και 100 μ. Είναι αρκετά αλμυρή (16‰), αλλά πολύ λιγότερο από την Τουζ Γκιολού, γι’ αυτό είναι δυνατή η ζωή σε πολλά σημεία της –ιδιαίτερα κοντά στις εκβολές των διάφορων ποταμών που εκβάλλουν σε αυτήν, όπως οι ποταμοί Μπεντιμαχί, Καρά, Ζιλάν και Μιτσινγκέρ.
Η λίμνη, που δεν έχει καμιά εκροή προς τη θάλασσα, είναι τριγυρισμένη από ψηλά βουνά –κυρίως ηφαιστειογενή– μεταξύ των οποίων το Μενγκενέ νταγ (3.610 μ.), το Αχτά νταγ (2.750 μ.), το Σουπχάν νταγ (4.434 μ.), απ’ όπου ξεκινά μια μακριά χερσόνησος σε σχήμα γάντζου, η οποία χωρίζει τη λίμνη σε δύο ημικυκλικά τμήματα, και το Νεμρούτ νταγ (2.400 μ.).
Η πόλη Β. (153.525 κάτ. το 1990), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (19.069 τ. χλμ., 772.944 κάτ. το 1997), είναι χτισμένη κοντά στην ανατολική ακτή της λίμνης. Υπήρξε κέντρο ενός πανάρχαιου αρμενικού πολιτισμού (8ος αι. π.Χ.), ευρήματα του οποίου ήρθαν στο φως το 1939 μετά από ανασκαφές αρχαιολόγων. Η πόλη, μετά από αιώνες αρμενικής κυριαρχίας και ακμής (έδρα του βασιλείου των Ουράρτου), περιήλθε στους Σελτζούκους το 1071 και στους Οθωμανούς το 1543. Το 1895, η πλειοψηφία των Αρμενίων κατοίκων της περιοχής σφαγιάστηκε από τους Τούρκους.
Η λίμνη Βαν, στη ΝΑ Τουρκία, περιβάλλεται από ψηλά, ηφαιστειογενή κυρίως, βουνά.
Dictionary of Greek. 2013.